Παιδιά που μεγάλωσαν χωρίς τους γονείς τους

Του Νικου Κιαου

Δεν είναι εύκολο να μιλάει κανείς για τον εαυτό του. Είμαι όμως μια από τις πολλές περιπτώσεις παιδιών που μεγάλωσαν χωρίς τους γονείς τους. Οι γονείς μου πιάστηκαν το 1946. Ήμουν τότε τριών χρονών, στη Νάουσα, κι έμεινα στα χέρια των συγγενών. Από μια μεγάλη οικογένεια, ένα μεγάλο σπίτι, απομείναμε μόνο η γιαγιά από τη μάνα μου, η θεία μου η Κατερίνη και εγώ. Οι υπόλοιποι, σκορπισμένοι εντός και εκτός Ελλάδος. Η μάνα μου πιάστηκε, βασανίστηκε, απέβαλε και μετά στις φυλακές: Κάστορος, Αβέρωφ, Θεμιστοκλέους, Νέες Φυλακές στη Θεσσαλονίκη. Τον πατέρα μου τον πιάνουν, περνάει δίκη, όπου πήγαν να τον κατηγορήσουν για δήθεν συνεργάτη των Βουλγάρων, αθωώνεται, μετά βασανιστήρια, Φολέγανδρος, τρία χρόνια Μακρόνησος, Αϊ-Στράτης. Τα αδέλφια της μάνας μου: Ο μικρότερος, αντάρτης στον ΕΛΑΣ, μετά στον ΔΣΕ και με την ήττα στην αναγκαστική υπερορία. Ήρθε στην Αθήνα μετά το 1977. Ο άλλος αδελφός στη Βουδαπέστη, πήγε το 1936 να σπουδάσει κτηνίατρος, έμεινε, και ήρθε στην Ελλάδα το 1955. Μια αδελφή στη Θεσσαλονίκη και μια στην Αθήνα, που δεν μπορούσαν να έρθουν στη Νάουσα. Ο παππούς (δάσκαλος κι αυτός όπως και η μάνα μου), αναγκαστικά στη Θεσσαλονίκη --έχει ενδιαφέρον η διαδρομή του: βασιλικός στις αρχές του αιώνα, πήρε μέρος σε όλους τους πολέμους, φρούραρχος Βεροίας στον πόλεμο του ’40, μετά λαϊκός δικαστής στη Νάουσα· τελικά τον εκτοπίσανε, ουσιαστικά, στη Θεσσαλονίκη κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου και επέστρεψε το 1950.
Ζήσαμε τον Εμφύλιο, στις πιο σκληρές του στιγμές, μέσα στην πόλη: στρατός, χωροφύλακες, αντάρτες, πόλεμος, φωτιές, να καίγονται σπίτια, οι σφαίρες να περνούν πάνω από τα κεφάλια, όλμοι, πολυβόλα, και ξανά φωτιές -- μου ’χει μείνει αυτή η εικόνα, ότι ο πόλεμος είναι φωτιές, να καίγονται δίπλα σου σπίτια. Κι εμείς τα παιδιά, τεσσάρων, πέντε, έξι χρονών, να παίζουμε στο δρόμο με το δυναμίτη, με το μπαρούτι. Αυτά ήταν τα παιχνίδια μας.
Τον χειμώνα του 1949 περνάνε για τελευταία φορά οι αντάρτες, παραλίγο να με πάρουν κι εμένα μαζί τους. Αλλά όπως ήμουν αδύνατος, είχα αδενοπάθεια, φοβήθηκαν μην πεθάνω στο βουνό και δεν με πήραν. Τον ίδιο χειμώνα έρχομαι στην Αθήνα να δω τη μάνα μου, στις Φυλακές Αβέρωφ. Θυμάμαι την αυλή που βλέπαμε μέσα από το διάδρομο, τις άλλες συγκρατούμενες, τις καλόγριες που μερικές μ’ αγκαλιάζανε, τα άλλα παιδιά που πηγαίναν να δουν τις μανάδες τους.
Το 1952, στη Θεσσαλονίκη, γίνεται η αναθεώρηση της δίκης της μάνας μου. Ήταν κι άλλοι Ναουσαίοι συγκατηγορούμενοι, και βγαίνουν όλοι. Άρχισε τότε μια καινούργια ζωή για μένα: μπορούσα, επιτέλους, και φώναζα κι εγώ, όπως οι συμμαθητές, οι φίλοι, οι παρέα μου, «μάμα!» -- έτσι λέγαμε στη Νάουσα τη μάνα.
Το 1953, σε ηλικία δέκα χρονών, πάμε με τη μάνα μου στον Αϊ Στράτη, να δούμε τον πατέρα μου. Μού είπαν: «Αυτός είναι ο πατέρας σου»… Στο σπίτι που είχαμε νοικιάσει για το καλοκαίρι, νέοι άνθρωποι καθώς ήταν (η μάνα μου 39, ο πατέρας μου 41), τι πιο φυσιολογικό, μετά από τόσα χρόνια, να προσπαθούν να απομονωθούν κάπου, να βρεθούν ερωτικά. Κι εγώ φώναζα: -- Θα πάω στη Νάουσα, να πω του παππού ότι η μαμά… Ήταν για μένα ένας ξένος. Ο πατέρας μ’ αγκάλιασε, αισθάνθηκα σιγά σιγά ότι έχω έναν άνθρωπο δικό μου, άρχισε να μου δείχνει τα βράδια τα αστέρια --ήταν φυσικός--, μου ονομάτιζε τους αστερισμούς.
Ήμουν έντεκα χρονών το 1954 όταν με κάλεσαν στην Ασφάλεια. Κι ακούω τον διοικητή Ασφαλείας Ναούσης να λέει: --Φέρτε το φάκελο του μικρού Κιάου. Δεν πολυκαταλάβαινα, αλλά αυτό που ενδιέφερε τον ασφαλίτη ήταν πού έβρισκα χρήματα κι έστελνα στον πατέρα μου στην εξορία. Προφανώς, η μάνα μου, η θεία μου και η γιαγιά μου βάζαν το όνομά μου, για να βλέπει ο πατέρας μου το όνομα του παιδιού του -- κι έτσι είχα φάκελο σε ηλικία δώδεκα χρονών.
Η θεία μου η Μαριγούλα, η φίλη της Έλλης Φαρσακίδη, από τη Θεσσαλονίκη γύρω στο 1953-54 είχε στείλει ένα πατίνι δώρο, πατίνι όμως εκπληκτικό για την εποχή, με ρόδες και ακτίνες. Μέχρι τότε κάναμε με ρουλεμάν, πιο απλά πράγματα και μόνο στο χώμα. Αυτό το πατίνι ήταν ο θρίαμβος όχι μόνο ο δικός μου, αλλά της γειτονιάς ολόκληρης. Έχει μείνει ακόμα στη μνήμη των φίλων και της παρέας!
Ξαναπήγα στον Αϊ-Στράτη το 1955, χωρίς τη μάνα μου. Τότε έζησα μέσα στο στρατόπεδο, με τον πατέρα μου, ο οποίος για λίγους μήνες ήρθε με άδεια στη Νάουσα, αλλά τον ξαναπιάσαν και τον ξαναστείλαν πίσω. Και το 1957 μεταναστεύουμε όλοι στην Αθήνα, γιατί έρχεται ο πατέρας μου με άδεια από τον Αϊ Στράτη και αρχίζει η ζωή ξανά από το μηδέν. Το αστείο είναι ότι το σπίτι που μέναμε, στην οδό Κωλέτη, το επισκέφθηκαν ύστερα από χρόνια τα παιδιά μου, ως μπαρ που λειτουργούσε πια.
Η μάνα μου δούλευε κάνοντας φροντιστήρια, αφού δεν υπήρχε περίπτωση να διοριστεί σαν δασκάλα. Μεταξύ των μαθητών της ήταν ο Ηλίας Νικολακόπουλος, τον προγύμναζε για τις εισαγωγικές του Γυμνασίου, και μπήκε από τους πρώτους στο Βαρβάκειο. Μαθήματα έκανε και ο πατέρας μου, καθώς δεν ήταν δυνατόν να διοριστεί κανένας από όσους «εξυγιάνθηκαν» από το δημόσιο το 1946. Μεταξύ των μαθητών του ήταν και ο Δημήτρης Πλουμπίδης. Αργότερα, ως φοιτητής επί πτυχίω, άρχισα κι εγώ τα φροντιστήρια. Δεν υπήρχε άλλη διέξοδος.
Η κατάσταση αυτή συνεχίστηκε μέχρι την πτώση της δικτατορίας. Μέχρι το 1967 βελτιώνονται βέβαια σιγά σιγά τα πράγματα, αλλά ο αποκλεισμός των κομμουνιστών, των αριστερών συνεχιζόταν. Ουσιαστικά, ο Εμφύλιος τελειώνει μόνο το 1974. Με την πτώση της Χούντας κλείνει ένας κύκλος και για τη δική μου οικογένεια, αφού επισκέφτηκα κι εγώ ως κρατούμενος τη Γυάρο, ενώ είχαν προηγηθεί ο πατέρας μου, η μάνα μου και ο πεθερός μου, ο Παντελής Δημάκος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου